- πιτήδειος
- -α, -ο, Ν(συν. στον Ερωτόκρ.) ικανός, επιδέξιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐπιτήδειος με σίγηση τού άτονου αρκτικού -ε-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιτήδειος — α, ο επιδέξιος, ικανός, επιτήδειος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιτηδειοσύνη — η, Ν [πιτήδειος] (συν. στον Ερωτόκρ.) η ιδιότητα τού πιτήδειου, ικανότητα, επιδεξιότητα … Dictionary of Greek
πιτηδεύομαι — Ν [πιτήδειος] κάνω κάτι με επιδεξιότητα … Dictionary of Greek